18892998_10155499432787216_5967060669488334659_n

Δευτέρα, 23 Μαΐου 2016
Ὁ παπα-Φώτης Λαυριώτης ἀποτέλεσε ἀναμφισβήτητα μιὰ ἐξέχουσα καὶ ἰδιάζουσα προσωπικότητα, ὄχι μόνον γιὰ τὸ νησί του, τὴν Λέσβο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλον τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ καὶ μὴ κόσμο.
Ὁ παπα-Φώτης ὑπῆρξε ἕνας ταπεινὸς παραδοσιακὸς παπᾶς, μᾶλλον καλόγηρος, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως. Ἔζησε περίπου ἕναν αἰῶνα (1913-2010). Ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ξεκίνησε ἀπὸ τὸ νησί του τὴ Λέσβο, ἔφθασε καὶ ἀσκήτευσε στὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, ὅπου ἔγινε μοναχός, διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Γνωρίσθηκε καὶ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ καὶ πνευματικὴ σχέση μὲ τοὺς ἁγιασμένους Γέροντες: τὸν ρῶσο παπα-Τύχωνα, ἀπ’ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν μεγαλοσχημία, τὸν Ὅσιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, τὸν Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τὸν Γέροντα Παῦλο Παυλίδη τὸν Λαυριώτη καὶ ἰατρὸ καὶ φτασμένο πνευματικὸ καὶ πολλοὺς ἄλλους. Ἐπέστρεψε στὴν Λέσβο μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰκοσαετία αὐστηρῆς ἄσκησης στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐφημέρευσε, ἐπὶ μισὸν καὶ πλέον αἰῶνα, στὸ ἀγαπημένο του χωριὸ τὸν Τρίγωνα Πλωμαρίου. Ὑπῆρξε ἄνθρωπος φιλήσυχος γιὰ τοὺς πιστοὺς συνανθρώπους του, ὅμως ἀγρίευε ὅταν κάποιοι νεωτερίζοντες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, προσπαθοῦσαν νὰ ἀλλοιώσουν ἤ μάλλον νὰ ἁλώσουν τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἦταν ἀπὸ τοὺς τελευταίους «κολλυβάδες» τῆς σειρᾶς τῶν μεγάλων κολλυβάδων Πατέρων, ὅπως τῆς σειρᾶς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ ἄλλων.
Ἦταν πρόσωπο, ποὺ σὲ πολλοὺς προκαλοῦσε τὴν ἀποστροφή, λόγῳ τοῦ κοντοῦ ἀναστήματός του ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀτημέλητου τῆς ἐνδύσεώς του. Οἱ τρόποι του θὰ χαρακτηρίζονταν ἄκρως καλογερικοί. Δὲν ἤθελε τερτίπια καὶ διπλωματίες κατὰ τὴν ἐπικοινωνία. Πιστὸς τηρητὴς τῶν Παραδόσεων, ἰδιαιτέρως σ’ ὅ,τι ἀφοροῦσε  τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές, τὶς τυπικὲς διατάξεις καὶ τὴν εὐταξία τῆς λατρείας, ἀντιστέκονταν ὄχι μὲ εὐγένειες καὶ ὑποχωρήσεις, ἀλλὰ μὲ δυναμικὲς ἐπεμβάσεις καὶ πολλὲς φορὲς μὲ σκληρὲς ἐκφράσεις, ἀκόμη καὶ χειρονομίες.
Τὴν πίστη του δὲν τὴν ἀντάλλασσε μὲ ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου. Δὲν συσχηματιζόταν μὲ τὰ τοῦ κόσμου, δὲν φοβόταν, οὔτε σκιαζόταν τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες, δὲν εἶχε ἄλλη συμπεριφορὰ γιὰ τοὺς μὲν καὶ ἄλλη γιὰ ἄλλους. Ἦταν πηγαῖος ἐκφραστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δὲν τὸ ἔβαζε κάτω γιὰ κάτι ποὺ ἤθελε νὰ πετύχει. Ὀργιζόταν ὅταν ἔβλεπε κληρικοὺς νὰ μὴν τιμοῦν τὸ ράσο τους. Κάποιες φορὲς ἤλεγχε τοὺς συναδέλφους του κληρικοὺς μὲ λόγια σκληρά. Κι ὅμως ἐκείνη ἡ φαινομενικὴ καλογερικὴ σκληρότητα δὲν εἶχε μέσα της κακία. Ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε, τὴν ἁμαρτία τῶν πολλῶν μάλλον μισοῦσε. Στηλίτευε ἄγρια, ὅπως ἔκαναν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπιτιμοῦσε καὶ ταυτόχρονα ἀγαποῦσε. Μάλωνε καὶ φώναζε καὶ συγχρόνως συγχωροῦσε. Ἐὰν ἔβλεπε ἀμετανοησία καὶ δαιμονικὸ πεῖσμα, ἀποχωροῦσε κι ἔφευγε μακρυά. Δὲν τοῦ ἄρεσαν οἱ τυπικότητες στὰ μοναστήρια, οὔτε τὸ κλείσιμο τῶν ἱερῶν μονῶν γιὰ κάποιες ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Κάποτε ποὺ ἐπισκέφθηκε ἕνα γυναικεῖο Ἁγιορείτικο μετόχι-μοναστήρι στὴ Χαλκιδικὴ καὶ βρῆκε ἡμέρα Τετάρτη τὸ μοναστήρι κλειστό, ἄρχισε νὰ κτυπάει μὲ κλωτσιὲς τὶς σιδερένιες πόρτες καὶ ἀναστάτωσε ὁλόκληρη τὴν ἀδελφότητα. Τὸ τί ἀκολούθησε δὲν περιγράφεται. Ἄς κρατήσουμε μόνον τὴν φράση του ὅτι τὰ μοναστήρια εἶναι καταφύγια γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους. Ἤθελε μοναχοὺς καὶ μοναχὲς νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα καὶ ἀρχοντιά. Ἔκανε πολλὰ πράγματα τραβηγμένα γιὰ τὸν καθωσπρεπισμό, τὸν τρόπο τῆς καλῆς, ὡστόσο δυτικῆς-ξενόφερτης συμπεριφορᾶς.
Δὲν πρόσεχε τὸ ντύσιμό του. Κάποιες φορὲς περπατοῦσε ξυπόλητος ὄχι μόνο στὸ χωριό του, ἀλλὰ καὶ στὴν πόλη. Δὲν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ τὸν λυποῦνται, ἀλλὰ γιατὶ ἔτσι αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ξεκούραστα. Κάποτε τὸν εἶδα νὰ φοράει μιὰ κίτρινη παντόφλα στὸ ἕνα πόδι καὶ μιὰ ρόζ στὸ ἄλλο. Αὐτὰ βρῆκε, αὐτὰ καὶ φόρεσε. Τὰ ροῦχα του ὅμως μπορεῖ νὰ ἦταν χιλιομπαλωμένα καὶ ξεσκισμένα, ποτέ του ὅμως δὲν μύριζε ἄσχημα.
Εἶχε φίλους παντοῦ, ὅπου πήγαινε. Μέσα στὸ ταγάρι του εἶχε ὅ,τι μπορεῖ νὰ ὑποψιασθεῖ νοῦς ἀνθρώπου. Ἀπὸ πετραχήλι καὶ κουκούλιο μέχρι κονσέρβες. Ἀπὸ κεριά, καρβουνάκι καὶ θυμίαμα μέχρι ψυχοχάρτια, κομμάτια πρόσφορα, κρεμμύδια, σκόρδα, φρυγανιές, ἐλιὲς καὶ πολλὰ ἄλλα. Χαιρόταν νὰ σοῦ δώσει κάτι, ὅσο ἁπλὸ κι ἀπέριττο κι ἄν ἦταν. Συνήθιζε νὰ χαρίζει στοὺς εὐεργέτες του καὶ σ’ ὅσους τοῦ παρεῖχαν φιλοξενία ἕνα καλλιγραφικὸ χειρόγραφό του, συνήθως τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος…». Τοῦ ἀρκοῦσε νὰ τοῦ πεῖς τὴν εὐχή σου κι ἕνα εὐχαριστῶ μὲ ἀγάπη. Φυσικὰ δὲν σχολιάζουμε τὴν ποιότητα τῶν χαρτιῶν ποὺ χρησιμοποιοῦσε. Ἄλλα ἦταν κομμάτια ἀπὸ πακέτα τσιγάρων καὶ ἄλλα ἀπὸ χαρτοκούτες ἀπορρυπαντικῶν!
Δὲν ἤθελε πολλὰ πολλὰ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ τὸν πλησιάζαν. Ἀρκοῦνταν στὰ πιὸ ἀναγκαία κατὰ τὶς ἐπαφές του. Δάνειζε χωρὶς νὰ περιμένει τὴν ἐπιστροφή. Ποτέ του δὲν ἔλαβε στὰ χέρια του τὸν μισθό του ὡς ἐφημέριος. Τὸν ἄφηνε στὸν ἀγαπημένο του Ἀρχιερατικὸ Ἐπίτροπο τοῦ Πλωμαρίου τὸν π. Εὐστράτιο, κι ἐκεῖνος τὸν διαχειριζόταν καταλλήλως μὲ βάση κάτι ραβασάκια ποὺ τοῦ ἔστελνε κατὰ καιροὺς μὲ τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη. Ἦταν τόσο ἀληθινὸς καὶ ποτὲ δὲν ἔκρυβε στὸ βάθος τῆς σκέψεώς του καμιὰ ἀπολύτως πονηριὰ ἤ δόλο. Ἦταν στὸ χαρακτήρα σὰν ἕνα μικρὸ παιδάκι. Πολλὲς φορὲς συνέβη νὰ τὸν χτυπήσουν αὐτοκίνητα, πρᾶγμα ποὺ γνωρίζουν πολλοὶ κάτοικοι τῆς Λέσβου καὶ ίδιαιτέρως τοῦ χωριοῦ Τρίγωνα, καὶ νὰ τὸν ἐγκαταλείψουν ἀβοήθητο. Κάποιοι ἄλλοι περαστικοὶ τὸν περιμάζευαν καὶ τὸν φρόντιζαν. Πολλὲς φορὲς ὅμως πήγαινε μετὰ τὸ χτύπημα ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια ἐκείνων ποὺ τὸν χτύπησαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ κοιμόταν ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὰ πεζοδρόμια ἤ στὶς ἐξώπορτές τους!
Ἔκανε καὶ πολλὲς θὰ λέγαμε «τρέλλες». Κάποιες φορὲς συνήθιζε νὰ κάνει τὸ μπάνιο του μέσα σ’ ἕνα βαρέλι κρύο νερό. Ἄλλοτε πάλι πήγαινε σὲ πηγὲς καὶ ρεματιές. Κάποιοι περαστικοὶ τὸν περνοῦσαν γιὰ ξωτικό, ἄλλοι πάλι ποὺ τὸν ἀναγνώριζαν τὸν ἀποκαλοῦσαν τρελλό. Κάποια φορὰ μιὰ γυναίκα στὸ χωριό τους πήγαινε μεσάνυκτα φαγητὸ στὸν σύζυγό της ποὺ δούλευε σὲ ἐλαιοτριβεῖο. Περνώντας δίπλα ἀπὸ τὴ ρεματιὰ εἶδε μιὰ σκιὰ νὰ κινεῖται μέσα στὸ τρεχούμενο νερὸ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο της ἔτρεχε μέσα στὸ χωριό, παρότι ἦταν μεσάνυκτα, φωνάζοντας: «διάβολος διάβολος»! Τὸ θέαμα γινόταν ἀκόμα πιὸ τραγικὸ νὰ τρέχει ὁ παπα-Φώτης ξωπίσω της ἐντελῶς γυμνὸς φωνάζοντας δὲν εἶμαι διάβολος, εἶμαι ὁ παπα-Φώτης!
Κύριο ἔργο του θεωροῦσε τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος. Καμάρωνε ὅταν κάτι τὸ ἔφτιαχνε καὶ δεχόταν ἀκόμη καὶ τοὺς ἐπαίνους, ὄχι ἐγωιστικὰ ἀλλὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ. Χαιρόταν ὅταν συμμάζεψε τὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ, ὅταν κατασκεύασε τὸ ὀστεοφυλάκιο, ὅταν ἔφτιαχνε καινούργιες ἁγιογραφημένες εἰκόνες, ὅταν βάπτιζε, ὅταν πάντρευε, ὅταν κήδευε, ὅταν μνημόνευε, ὅταν ἔκανε τὸ εὐχέλαιο, καὶ τόσα ἄλλα. Μὰ πιὸ πολὺ χαιρόταν ὅταν κάποιος τὸν καλοῦσε στὴ χαρά του. Πάντοτε ἦταν πρόθυμος καὶ τὸ θεωροῦσε μεγάλη του τιμὴ νὰ παρευρίσκεται σὲ λῦπες καὶ χαρές. Δὲν νοιαζόταν ἐὰν ἄλλοι παπάδες φοροῦσαν πιὸ ὄμορφα ἄμφια, ἤ ἐὰν εἶχαν καλύτερη φωνὴ ἀπ’ αὐτόν. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ ὅλη ἱεροπραξία νὰ τελεσθεῖ μὲ τὴ δέουσα προσοχὴ πάνω στὶς γραμμὲς τοῦ τυπικοῦ καὶ τῶν διατάξεων μὲ προσευχή. Στενοχωριόταν ἄν κανένας παπᾶς ἔτρωγε ἤ πηδοῦσε καμμιὰ εὐχή. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἤ ἔφευγε ἤ, ὅταν παρέμενε, ξανάρχιζε τὸ μυστήριο!!!. Δὲν νοιαζόταν τί θὰ ποῦνε οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν τί θέλει καὶ πῶς ἀναπαύεται ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Βάπτιζε ρωμιοὺς ἀθιγγάνους, γύφτους καί, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν καταδεχόταν νὰ ἀναλάβει ὡς ἀνάδοχος, γινόταν ἐκεῖνος. Ἔδιδε ὀνόματα Παλαιοδιαθηκικὰ ἐπίτηδες, μὲ τὸ δικαιολογητικὸ νὰ μὴν γιορτάζουν καὶ μεθοῦν καὶ κάνουν κραιπάλες.
Κοιμόταν καταγῆς. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ καλοπέραση τοῦ σώματος. Κοιμόταν ὅπου εὕρισκε τόπο, στὸ δρόμο, στὰ σοκάκια, μέσα σὲ θάμνους, μέσα στὰ σαλόνια τῶν μεγαλουπόλεων, μέσα σὲ πλοῖα. Ἔμπαινε ὅπου τὸν καλοῦσαν. Ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ ἔδινες. Δὲν κατέλυσε ποτέ του τὴ νηστεία. Κάποια φορὰ ποὺ μερικοὶ ζητοῦσαν τὴν εὐχή του γιατὶ εἶχαν κάποιο πρόβλημα ὑγείας ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε κοφτὰ καὶ σταράτα: «Τίποτα δὲν ἔχ΄ς. Δαιμόνιο πύθωνος ἔχ’ς. Κάνε νηστεία, ἄλαδο, Τετάρτες καὶ Παρασκευές,  καὶ θὰ γίν’ς καλά».
Εἶχε τόση πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγία μας ἀλλὰ καὶ στὶς μεσιτεῖες τῶν Ἁγίων μας ὥστε ἡ ὅλη σχέση μαζί τους ἦταν σχέση πατέρα πρὸς παιδί. Κάποτε εἶπε σὲ κάποιον ἱερέα ποὺ τὸν παρακάλεσε ἱκετευτικὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴ λύση κάποιου προβλήματός του, ὅτι ἔχει τὴ λύση καὶ τὸν ὁδήγησε ἁπλὰ μπροστὰ στὴν ἐφέστια εἰκόνα τοῦ ἁγίου στὸν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ὁ ναός. Μπροστὰ λοιπὸν στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου εἶπε: «ἐπειδὴ παπά μου ὑπηρετεῖς τὸν ἅγιο, νὰ τοῦ ζητᾶς ὅ,τι θέλεις κι ἐκεῖνος θὰ σοῦ τὸ κάνει”. Μάλιστα τοῦ ὑπέδειξε: «ὄχι μόνον θὰ τὸ ζητᾶς ἀλλὰ καὶ θὰ τὸ ἀπαιτεῖς, γιατὶ ἐφόσον κάθε μέρα τοῦ ἀνάβεις τὸ κανδήλι του καὶ τοῦ ψάλλεις τὸ τροπάριό του, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς, παρὰ νὰ σὲ βοηθάει στὶς ὅποιες ποιμαντικὲς καὶ οἰκογενειακὲς ἀνάγκες σου». Τέτοια παρρησία εἶχε ὁ παπα-Φώτης μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα τὰ σεβόταν καὶ τὰ ἐκτιμοῦσε. Ἰδιαίτερα τιμοῦσε τὸν ἐπίσκοπό του. Χαιρόταν ποὺ κάθε χρόνο, ὁ νῦν Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. Ἰάκωβος, τὸν ἐπισκεπτόταν κατὰ τὴν ὀνομαστικὴ γιορτή του στὸν Τρίγωνα. Ὁ παπα-Φωτέλλης ἀκόμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀποχώρησης ἀπὸ τὴν ἐνεργό του δράση, τὴ γιορτή του τὴν τελοῦσε κάθε χρόνο στὸν Τρίγωνα. Ἔκανε μὲ χρήματά του πλούσιο τραπέζι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἤθελε νὰ κεραστοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ χαιρόταν ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ κόσμος εὐχές. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ εὐχόταν, ἄν κάτι δὲν πήγαινε καλά, μποροῦσε νὰ κάνει σκηνὲς καὶ νὰ ἀνατρέψει τὸ πανηγύρι σὲ κυνηγητὸ καὶ φωνές. Μπροστὰ στὸ λάθος, χίλια καλὰ νὰ τοῦ ἔκαμνες, ἔπρεπε νὰ τὰ ἀκούσεις. Κι αὐτὸ ὄχι σὲ κατώτερους ἀπ’ αὐτὸν ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σὲ κείνους ποὺ τοὺς φιλοξενοῦσε, σὲ κείνους ποὺ τὸν στήριζαν ἔστω καὶ οἰκονομικά. Δὲ λογάριασε τίποτα γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἀπεχθανόταν τὴ διαστροφὴ καὶ τὴν ἀναλήθεια. Εἶχε ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφεὶμ Τίκα.
Ὅταν ἐρχόταν ὁ παπα-Φώτης στὴν Ἀθήνα δὲν παρέλειπε νὰ περνάει καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγίας Φιλοθέης, ὅπου βρίσκεται ἡ Ἀρχιεπισκοπικὴ ἕδρα. Τὸν ἐνθυμοῦμαι νὰ πίνει τὸν καφέ του μὲ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο. Μάλιστα κάποτε συνέβη κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ νῦν Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης νὰ λάβει μέρος κατ’ αὐτὴν καὶ ὁ παπα-Φώτης. Στὴ θωριὰ τῆς ἁπλότητάς του ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Σεραφεὶμ εἶπε τὸν χαρακτηριστικὸ λόγο του: «ὅλοι ἐμεῖς, ἐνν. οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, δὲν κάνουμε ὅσο αὐτὸ τὸ κούτσικο παπαδάκι» (λόγῳ τοῦ κοντοῦ ἀναστήματός του). Κάποια φορά, τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο κυρὸ Σεραφεὶμ τὴν ὥρα τοῦ κεράσματος τὸν ἄκουσα νὰ τοῦ λέει: «Μακαριώτατε νὰ ἐκδώσετε μιὰ ἐγκύκλιο κατὰ τῶν ἐκτρώσεων. Φονιάδες εἶναι οἱ γιατροὶ ποὺ κάνουν τέτοια πράγματα»!
Ἡ νηστεία του ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ἀγαπημένες ἀρετές του. Ποτέ του σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ δὲν κατέλυσε ἡμέρες Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ λάδι ἀκόμα καὶ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ἡ προσευχή του μιὰ ἀκατάπαυστη δοξολογία καὶ εὐχαριστία. Συνήθιζε νὰ λέει ἀπὸ στήθους τοὺς ἀγαπημένους του Χαιρετισμοὺς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ποὺ τὴν ὑπεραγαποῦσε. Ἤξερε ἀπὸ στήθους ὅλο τὸ ψαλτήρι καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Εἶχε ἀπομνημονεύσει πολλὰ πατερικὰ κείμενα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μὲ τὰ πολλὰ χρόνια τῆς αὐστηρῆς ἐγκράτειας, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἀνυποκρίτου ἀγάπης του ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεό μας τὰ χαρίσματα τῆς προοράσεως καὶ διοράσεως. Ἀνώτερος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ ποὺ ἐτύγχανε καὶ πνευματικό του τέκνο μᾶς μαρτυρεῖ ὅτι κάποτε ποὺ ἡ σύζυγός του δὲν ἤθελε τὴν μητέρα του, δηλ. τὴν πεθερά της, καὶ στενοχωριόταν πολύ, συνέβη κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ σπίτι τους νὰ τῆς πεῖ ὅτι ἔχει μεγάλο λαχεῖο τὸ ὁποῖο κληρώνεται σὲ λίγες μέρες καὶ κερδίζει τὸν πρῶτο λαχνό. Σὲ τρεῖς μέρες ἐκοιμήθη ἡ πεθερά της! Σὲ κάποια ἄλλη περίπτωση, ζήτησε ξαφνικὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ κάποια περιοχή. Ὅταν ἔφθασαν καὶ σταμάτησαν ἔξω ἀπὸ ἕνα σπίτι,  βγῆκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο ὁ παπα-Φώτης καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει νὰ βγεῖ ἡ κυρία ποὺ διέμενε ἐκεῖ. Ἡ κυρία βγῆκε καὶ ἄρχισε νὰ διαμοίβεται ἕνας διάλογος τρομερός. Ὁ παπα-Φώτης ἐπέμενε νὰ κατεβεῖ ἡ κυρία γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ ἕνα μεγάλο ἁμάρτημά της. Ἐκείνη ἐκνευρισμένη καὶ ἐκτεθειμένη στὴ γειτονιά της φώναζε στὸν παπα-Φώτη μὲ ἄσχημα λόγια νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι της. Τελικὰ ἔφυγε ὁ παπα-Φώτης, ἀλλὰ σὲ λίγη ὥρα πληροφορήθηκαν ὅτι ἡ κυρία πέθανε ξαφνικά.
Εἶχε προσχωρήσει στοὺς Πεντηκοστιανούς κι ἐπειδὴ ἐκεῖνος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό της, ἔτρεξε γιὰ νὰ τὴν σώσει μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Κάποιος ἄλλος κληρικὸς γνωστός του ἀρρώστησε ξαφνικὰ κι ἐνῶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει καὶ θὰ ἄφηνε τοὺς πιστοὺς ἀλειτούργητους, ἑτοιμάσθηκε νὰ πάει στὸ ναό του γιὰ νὰ ἐνημερώσει τοὺς ἐπιτρόπους ὅτι δὲν δύναται νὰ λειτουργήσει. Ὅταν πῆγε ὅμως στὸ ναό του, εἶδε πρὸς ἔκπληξή του ὅτι ὁ παπα-Φώτης ἦταν ἤδη ντυμένος τὰ ἱερὰ ἄμφιά του καὶ προσκόμιζε ἀναμένοντας τὸν ψάλτη γιὰ νὰ ξεκινήσει. Ἐντελῶς ξαφνιασμένος ὁ παπᾶς τὸν ρώτησε: «μὰ καλά, παπα-Φώτη, πῶς ἦλθες ἐδῶ σήμερα»; Κι ὁ παπα-Φώτης ἀφοπλιστικὰ τοῦ ἀπάντησε: «Μὰ καλὰ δὲν εἶσαι ἄρρωστος; Πῶς θὰ ἀφήναμε τὸν κόσμο ἀλειτούργητο;». Ἀλλὰ καὶ ὁ ὁμιλῶν εἶχε παρόμοιο περιστατικό.
Κάποτε, τὸ ἔτος 1999 ἀποφάσισα νὰ καταγράψω ὅλα ὅσα εἶχα ἀκούσει γιὰ τὸν περίεργο καὶ παράξενο παπα-Φώτη. Τὰ περισσότερα φυσικὰ τὰ εἶχα ἀκούσει ὡς φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ καὶ δάσκαλό μας τὸν κύρ Ἰωάννη Φουντούλη. Ὅταν μετὰ ἀπὸ περίπου πέντε ὧρες ἐργασίας κατέγραψα ὅλα τὰ τοῦ βίου τοῦ παπα-Φώτη, χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ γραφείου μου στὸ ναὸ ὅπου ἐφημερεύω καὶ μπῆκε ὁ παπα-Φώτης. Τότε τοῦ εἶπα ξαφνιασμένος: «Παπα-Φώτη, καλῶς ὅρισες. Ξέρεις τί ἔκαμνα ἀπὸ τὸ πρωί;». Κι ἐκεῖνος μὲ τρόπο φυσικὸ καὶ συνάμα ἀφοπλιστικὸ μοῦ εἶπε: «Διάβαζε γρήγορα ὅσα ἔγραψες νὰ τὰ διορθώσω, γιατὶ βιάζομαι νὰ φύγω μὲ τὸ πλοῖο στὴ Μυτιλήνη». Ἀφοῦ τοῦ διάβασα ὅλα ὅσα ἔγραψα μοῦ εἶπε: «Πρόσεξε μὴ τυχὸν καὶ τὰ ἐκδώσεις ἐν ζωῇ μου». Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσα τὴν διαβεβαίωση, ἔλαβα σὲ δύο ἡμέρες ἕνα γράμμα του, στὸ ὁποῖο σὲ τρία χαρτιὰ διαφορετικῶν μεγεθῶν μοῦ ἔγραφε χειρογράφως ὅλη τὴ ζωή του γιὰ νὰ τὰ ἔχω ὡς πειστήρια καὶ μὲ τὴν πέννα του!!!
Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν ἐδῶ σήμερα ἀποτελοῦν μόνον μιὰ μικρὴ ἐπιτομὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μέχρι τῆς σήμερον κυκλοφορηθέντα βιβλία ποὺ γράφθηκαν γιὰ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὰ πάμπολλα κείμενα ποὺ ἀναφέρονται στὴν γνήσια καὶ ἁγιασμένη προσωπικότητά του ποὺ ἐντοπίζονται σὲ διάφορες ἱστοσελίδες τοῦ διαδυκτίου καὶ στὶς δύο ἐπίσημες ἡμερίδες ποὺ πραγματοποιήθηκαν γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ὁμιλίας μας αὐτῆς εἶναι νὰ προβάλει ἕναν γνήσιο καὶ ἀληθινὸ ἄνθρωπο πέρα ἀπὸ σχήματα καὶ τυποποιημένες συμπεριφορές. Τύποι ἀνθρώπων τέτοιοι σὰν τὸν παπα-Φώτη σπανίζουν σήμερα στὴν κοινωνία μας.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄφησε μέσα στὶς ψυχὲς ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸν γνώρισαν καὶ τὸν γνωρίζουν ἀκόμη καὶ σήμερα τὴν αἴσθηση μιᾶς παράξενης καλογερικῆς παρουσίας. Ὁ παπα-Φώτης μπόρεσε καὶ πέτυχε νὰ μπερδέψει τοὺς συνανθρώπους του. Δὲν ἔκανε ὁπαδούς. Ποτέ του δὲν ἔκανε συνοδεία. Δὲν τοῦ ἄρεσαν οἱ κολακεῖες καὶ οἱ εὔφημες μνεῖἶες. Τοῦ ἄρεσε ὁ καλὸς λόγος, ὁ ἀνεπιτήδευτος. Μόλις αἰσθανόταν ὅτι οἱ ἄλλοι τὸν κολάκευαν, ἔκανε μπροστά τους σὰν τρελλός. Εἶχε τὸν τρόπο του νὰ θολώνει τὰ νερὰ τῶν γεροντολόγων. Μισοῦσε τὴν ἐπιτήδευση καὶ στὸ λόγο καὶ στην ἐμφάνιση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ σὲ κυρίες καὶ δεσποινίδες φερόταν σκληρά. Ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν νὰ εἶναι κοντά του, τοὺς περνοῦσε ἀπὸ δέκα κόσκινα. Ἰδιαιτέρως σ’ αὐτὰ τὰ πρόσωπα φερόταν πολὺ σκληρά,  σχεδὸν ἀπάνθρωπα. Ἐκτὸς τῶν σκληρῶν του λόγων, τοὺς καθύβριζε μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε, γιατὶ δὲν ἤθελε συνοδεία. Ἤθελε τὴν ἀγάπη, ὅμως βίωνε τὴν ξενητεία σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Χαρακτηριστικά, κάποτε ποὺ νοσηλευόταν στὸ νοσοκομεῖο «Γεννηματᾶς» στὴν Ἀθήνα, τὴν κυρία ποὺ τὸν ἐξυπηρετοῦσε νυχθημερὸν τὴ στόλιζε μὲ ὅλα τὰ «κοσμητικὰ ἐπίθετα». Καὶ ὅσο πιὸ πολλὴ ἀγάπη ἐλάμβανε, τόσο ἐκεῖνος ἕκανε τὸν βίο ἀβίωτο σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν. Λιγοστοὶ ἄνθρωποι μπῆκαν στὴ διαδικασία νὰ τὸν καταλάβουν καὶ νὰ ὑπομείνουν τὶς πολλὲς ἰδιοτροπίες του.
Ἡ ὅλη μορφὴ καὶ πολιτεία τοῦ παπα-Φώτη ἐντάσσεται ἐκκλησιαστικὰ στὴν ἀκραία μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία σαλότητα. «Σαλὸς εἶναι ἐκεῖνος πού, γιὰ νὰ κατακτήσει τὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητας, κάνει τὸν τρελλό. Οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν θέλουν νὰ ἔχουν καμμιὰ ὑπόληψη, καμμιὰ τιμή, κανένα ἔπαινο μέσα στὸν κόσμο αὐτόν. Θέλουν καὶ ποθοῦν τὴν ἀνυποληψία, τὴν περιφρόνηση, τὴν κατηγορία τὴν συκοφαντία, πράγματα ποὺ τόσο ἀντιπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, οἱ τάχα λογικοὶ καὶ ἀξιοπρεπεῖς. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀρνοῦνται τὶς τιμές, τὶς ἐπίσημες θέσεις, τὶς καλὲς συστάσεις γιὰ τὸν ἑαυτό τους, τὶς δόξες καὶ τοὺς ἐπαίνους ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιθυμοῦν διακαῶς καὶ ζητοῦν ἐπιμόνως τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου, τὴν κάθοδο ἕως τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς, τὸ βίωμα τοῦ ψαλμικοῦ ἐκείνου ποὺ λέει: «ἐγὼ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ». Ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς πετυχαίνει τὸν κύριο στόχο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση. Μιὰ ταπείνωση πραγματικὴ καὶ ὄχι φανταστική. Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως ἡ ὁλοκληρωμένη ταπείνωση χρειάζεται καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἐξουδένωση τοῦ ἐγώ.
Στοὺς διὰ Χριστὸν σαλοὺς παρατηροῦμε αὐτὴ τὴν ἐξουδένωση στὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου, μὲ προσποιητὲς τρέλλες καὶ ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες. Θέλουν νὰ κρύβωνται, νὰ κρύβουν τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητά τους κάτω ἀπὸ τὸν ἐπίπλαστο μανδύα τῆς σαλότητας καὶ τῆς τρέλλας των. Οἱ ἅγιοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ παίζουν ἕνα ἱερὸ παιχνίδι. Ἐμπαίζουν τὰ κοσμικὰ σχήματα, τὴν δῆθεν ἀξιοπρέπεια καὶ κοσμικὴ εὐγένεια, τὴν διπλωματία καὶ τὴν ὑποκρισία, τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν ἐπιτήδευση καὶ τὸν φαρισαϊσμό. Ἐμπαίζουν αὐτὸ τὸ γελοῖο κοσμικὸ δόγμα ὁρισμένων, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος», μὲ τὸ «πῶς θὰ φανῶ στὸν κόσμο». Τελικὰ ἐμπαίζουν τοὺς ἴδιους τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων σαλῶν βρῆκαν τοὺς ἰσχυρότερους ἀντιπάλους (Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, σ. 16-17).
Τέτοιου μεγέθους σαλὸς ἦταν καὶ ὁ παπα-Φώτης Λαυριώτης.
Ἄς ἔχουμε τὴν εὐχή του.