Ο π. Ιάκωβος
ως Πνευματικός πατέρας και Λειτουργός

   Με  ιδιαίτερη συγκίνηση βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στη φιλόξενη αγκαλιά της Θεοσκέπαστης για να προσφέρουμε όλοι μαζί, ταπεινά, την τιμή και την ευγνωμοσύνη μας σε ένα προσφιλή, σύγχρονο Άγιο Γέροντα, που με τους ασκητικούς αγώνες του αγίασε τη γη της Εύβοιας και με τα υπερφυσικά χαρίσματα  που έλαβε από το Θεό  πλούτισε την Εκκλησία.

      Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης,  άνθισε σαν ευωδέστατο  κρίνο  στο καρποφόρο  έδαφος  της ορθόδοξης  ασκητικής  παράδοσης, την οποία σαν ιερή παρακαταθήκη μετέφεραν οι Μικρασιάτες  πρόσφυγες  μέσα στην οδύνη του ξεριζωμού τους.

     Στην εποχή της πνευματικής σύγχυσης που ζούμε, όπου  ανατρέπονται  διαχρονικές, πανανθρώπινες  αξίες  και  θεσμοί, όπου προβάλλονται πρότυπα ξένα  προς την αγιασμένη  ορθόδοξη παράδοσή μας, η τιμή τέτοιων χαριτωμένων ανθρώπων  τονώνει  την  πίστη μας, μας δείχνει το δρόμο προς τη Βασιλεία του Θεού, μας βεβαιώνει ότι σε κάθε εποχή ο Χριστός έχει τους εκλεκτούς Του, χάρις στους οποίους υπάρχει ακόμα ο κόσμος.

   Την αγιασμένη μορφή του π. Ιακώβου θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, ως πνευματικού πατέρα  και ως  λειτουργού.

Ο Γέροντας ως πνευματικός

     Ο Γέροντας  τόνιζε την αναγκαιότητα  και τη  μεγάλη αξία  του μυστηρίου της εξομολογήσεως  για τον  άνθρωπο.

    Προέτρεπε τους προσκυνητές  και  όσους  πρόστρεχαν κοντά  του  για βοήθεια και νουθεσία, να αναθέσουν την ψυχή τους σε πνευματικό πατέρα. Να εξομολογούνται, να του έχουν εμπιστοσύνη και να τον συμβουλεύονται, ώστε να ελευθερώνονται οι ψυχές τους,  να χαριτώνονται,  αλλά   και  να ξεκουράζονται από τα ποικίλα προβλήματα.

     Αναφέρονται  εμφανίσεις του,  μετά  την οσιακή του κοίμηση, σε νέους,  όπου τους προτρέπει  να εξομολογούνται και μάλιστα να επιλέγουν με προσοχή  τον πνευματικό, όπως κάνουν για το γιατρό.

     Πίστευε και εφάρμοζε το ότι “ο πνευματικός πρέπει να έρχεται στη θέση κάθε εξομολογουμένου  και να ζει  τον πόνο του, ώστε ο εξομολογούμενος να βλέπει στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο το δικό του πόνο”.

     Σαν πνευματικός ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο που πήγαινε κοντά του, αλλά του θεράπευε τα τραύματα  με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού.

         Έλεγε σε κάποιον ιερέα:

   «Εγώ, πάτερ μου, συμπάσχω με  τον άνθρωπο  που  εξομολογείται. Πονάω μαζί του. Πονάω και  κλαίω για  τον εξομολογούμενο. Παρακάλεσα τον Άγιο  Δαβίδ μετά την εξομολόγηση να ξεχνάω όσα δε χρειάζονται και να θυμάμαι αυτὰ ποὺ πρέπει γιὰ νὰ προσεύχομαι. Γιατί κάνω  προσευχὴ  για  τους  ἐξομολογούμενους. Και ανησυχώ  και  τους  περιμένω  να ξανάρθουν».

    Ήταν επιεικής και συγκαταβατικός στην εξομολόγηση, ιδιαίτερα  όταν  έβλεπε μετάνοια.

     Έλεγε: «Αν σε μία κοπέλα  που έκανε, ας πούμε, έκτρωση  και  μόλις εξομολογηθεί  την αμαρτία της,  εγὼ,  ως πνευματικὸς, της  πω ότι είναι φόνισσα, ότι δολοφόνησε το παιδί της και  ότι εφτὰ χρόνια δε  θα κοινωνήσει  και κατόπιν τη  βγάλω απὸ  το  εξομολογητήριο, τι συνέπειες θα   έχουν όλα αυτά για  την ψυχή της;  Ενώ αν της μιλήσω με αγάπη και  στοργή, λέγοντάς της «Παιδί μου, δεν είναι σωστὸ  αυτὸ που έκανες,  είναι αμαρτία» και  δεν  της βάλω  αμέσως  κανόνα, αλλὰ  τη συμβουλέψω  και  την ξαναδώ  σε δεκαπέντε ημέρες ή  ένα μήνα σιγὰ  σιγὰ  θα τακτοποιηθεί  η ψυχή της. Ο  άνθρωπος δεν πρέπει να  φεύγει απὸ  την Εκκλησία  πληγωμένος  αλλὰ  θεραπευμένος.  Εγώ  δε μισώ τον άνθρωπο  αλλὰ  την αμαρτία».

    Λυπόταν, όταν σε μερικούς  εξομολογουμένους  δεν έβλεπε μετάνοια.

   Έλεγε: «Όταν εξομολογώ τους Χριστιανοὺς και δε βλέπω μετάνοια σε ορισμένους από αυτοὺς  δε διαβάζω  συγχωρητική ευχὴ  γιατί δεν έχω το δικαίωμα εφ’ όσον λείπει ἡ μετάνοια».

    Με τα φωτισμένα λόγια του και την ταπεινή στάση του προσπαθούσε  να φέρει  σε συναίσθηση  και μετάνοια και τις  πιο σκληρές ψυχές.

     “Παιδί μου,  ο Χριστός αγαπάει  πιο πολύ τους αμαρτωλούς  που μετανοούν”.

      Η μεγάλη ταπείνωση και  η αγάπη του  καθώς και οι ασκητικοί του αγώνες  έλκυαν  τη  χάρη του Θεού  και μαζί με την πείρα που είχε αποκτήσει, γέμισε σοφία,  θείο φωτισμό   και διάκριση, ώστε να βοηθάει  τις ψυχές  και να τις ελευθερώνει από την αμαρτία.

    Ο γέροντας  εξομολόγησε κάποτε μία  ηλικιωμένη γυναίκα και της έβαλε κανόνα να  μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.

     -Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της.

      -Μου έβαλε κανόνα ο π. ‘Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία.

  -Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.

     Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.

     Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της  θείας Κοινωνίας.

     Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, οπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα ‘Ιάκωβο.

     -Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να  κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.

     Άλλοτε  πάλι  εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει.

    Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.

     Όταν όμως πλησίασε να  κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.

        Αυτό το παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον  π.Ιάκωβο.

         Διηγήθηκε ο Γέροντας:

     Μια δαιμονισμένη  ομολογούσε: “ Όταν ήμουν 13 χρονών, έβοσκα τα γελάδια σε μια ρεματιά και εκεί βλαστήμησα τον Χριστό και τον αντίχριστο και δαιμονίστηκα, μπήκε μέσα μου δαίμονας. Από τότε δεν είμαι καλά. Παντρεύτηκα και με πήγε ὁ άντρας μου στην Αγγλία, στην Γερμανία, σε όλους τούς γιατρούς. Οι γιατροί δεν βρήκαν τίποτα. Δεν ξέρουν ότι έχω δαίμονα. Τώρα, με έφερε και σε σένα”.

   Τους είπα, “εξομολόγηση και θεία Κοινωνία” και φώναξε το δαιμόνιο:

    -Εσύ δεν τα λες καλά!  Εκείνος , ο άλλος ο  παπάς  τα  λέει καλύτερα. Αυτό,  ο διάβολος  το είπε διότι  είχαν  πάει  πρωτύτερα  σε ένα άλλο  ιερέα  που τους  συνέστησε απλά “θεία κοινωνία”

  -Μόνο   μεταλαβιά  – δηλαδή  θεία Κοινωνία- , συνέχισε ο διάβολος,  δεν  χρειάζονται διαβάσματα –  δηλαδή  εξομολόγηση.

Και κατέληξε ο Γέροντας:

  «Είδατε, αδελφοί μου, πώς δεν την θέλει την εξομολόγηση ὁ διάβολος και ότι η θεία Κοινωνία δίχως εξομολόγηση δεν ωφελεί σε  τίποτα;»

   «Βλέπετε; Κοινωνάμε αλλά δεν κοινωνάμε!  Γι᾽ αυτό και οι μάγοι και οι αιρετικοί μερικές φορές συνιστούν και  θεία Κοινωνία, αλλά φροντίζουν  να  μη  μας αφήσουν  να προετοιμαστούμε σωστά  με  εξομολόγηση».

    «Και μια  άλλη φορά, ένα παλληκάρι ήρθε να κοινωνήσει  και  δίσταζα λίγο μέσα μου να το κοινωνήσω. Φαίνεται θα είχε κάποιο πνευματικό κώλυμα. Όταν, λοιπόν, το κοινωνούσα,  ένας παρευρισκόμενος μοναχός, αρετής άνθρωπος, είδε να φεύγει από την αγία Λαβίδα μια χρυσή λάμψη, να περνά πάνω από το κεφάλι μου και να πάει πάνω στην αγία Τράπεζα και  κάθισε εκεί. Μετά την ακολουθία, μου το είπε ὁ μοναχός και μου είπε ότι το έβλεπε (το παλληκάρι)  μαύρο στο πρόσωπο.  Η λάμψη αυτή,  είπε, σημαίνει ότι το Άγιο  Πνεύμα  δεν άφησε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου να πάει σε ακάθαρτο άνθρωπο.

    Εμπιστεύτηκε κάποτε σε έναν επίσκοπο της Ελλαδικής Εκκλησίας που τον επισκέπτονταν τακτικά…

  «Ήλθε κάποτε μια πονεμένη μάνα. Ζήτησε να εξομολογηθεί. Άνοιξε την πονεμένη καρδιά της και  μου  διηγήθηκε  το  βάσανό  της:  Το παιδί της έπασχε από ανίατη   ασθένεια.  Έδειχνε να μην έχει άλλη αντοχή να σηκώσει τον βαρύ σταυρό της. Βλέπετε,  η αρρώστια του παιδιού είναι δύο φορές πιο βαριά για τη μάνα. Πολλές μάνες προσεύχονται να πάρει ο Θεός την αρρώστια από το παιδί και να τη δώσει στις ίδιες.

    Τότε σταμάτησα την εξομολόγηση και φορώντας το επιτραχήλιο, πήγα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Δαβίδ.

    Γονάτισα και με δάκρυα τον παρακάλεσα και του είπα : «Η μάνα αυτή δεν πρέπει να φύγει από εδώ χωρίς να πάρει αυτό που ζητά. Για το παιδί της ήλθε. Πρέπει να γίνει καλά,  Άγιέ μου. Άκουσε την προσευχή της  και κάνε και τη δική μου χάρη. Αν δεν μπορείς μόνος σου να κάνεις αυτό το θαύμα της θεραπείας  του παιδιού,  πάρε μαζί σου και τον Άγιο Ιωάννη – το Ρώσο -και τότε θα γεμίσετε  και οι δυο την καρδιά της μάνας και τη δική μου από απερίγραπτη  χαρά»!

   Αυτός ήταν ο Γέροντας: γεμάτος  αγάπη  και  ευσπλαχνία  για κάθε πονεμένο.   Δεχόταν  όλους  με άπειρη αγάπη . Τους κοίταζε προσεκτικά στα μάτια και καταλάβαινε ποιοι έχουνε καλή διάθεση και ποιοι ήρθανε από περιέργεια. Κάποτε αφέθηκε, γιατί μπροστά του είχε πνευματικούς ανθρώπους και τους είπε :

    -Παιδιά μου, είμαι όλο χαρά, εγώ βλέπω στα πρόσωπα σας να είναι καθαρά,  έτσι να είσθε πάντα. Εγώ  βλέπω  μέσα  στα πρόσωπα. Κι ένας ιερέας μια φορά με ρώτησε « εμένα πώς με βλέπεις πάτερ Ιάκωβε;» Και ήτανε,  παιδιά μου, μαύρος  δεν μπορώ να σας πω. Γέλασα  και δεν του είπα του ιερέα πώς τον έβλεπα…

    Δεν έκανε  αυστηρές  παρατηρήσεις ούτε σε λαϊκούς ούτε σε κληρικούς. Η διάκρισή του ήταν μεγάλη και φαίνεται και από το εξής περιστατικό…

     Ένας ιερέας  που  πήγαινε συχνά στο γέροντα τον ρώτησε :

    «Γέροντα σας στεναχωρώ που κόβω τα μαλλιά μου;». Ο γέροντας απάντησε «όχι» , αλλά φυσικά ήθελε και σε αυτό να ακολουθείται η παράδοση. Αργότερα, ο ίδιος ιερέας πήγε στη Μονή , χωρίς να έχει  κόψει τα μαλλιά του. Τότε ο Γέροντας βρήκε την ευκαιρία και του είπε ιδιαιτέρως : «Πάτερ μου και πριν ήσουν καλός αλλά τώρα είσαι ιεροπρεπής σαν τον Μελχισεδέκ!»

     Σε όλους ήταν ευγενής και ευπροσήγορος, όλους  προσπαθούσε να τους οικοδομήσει , να τους ενθαρρύνει. Μα  στους καθαρούς και τους καλοπροαίρετους ανοιγότανε αλλιώς! Πολύ περισσότερο  στους νέους! Εκεί ξεχείλιζε με από ιερή χαρά κι ευφροσύνη, που δεν περιγράφεται. Το γεγονός αυτό δεν το καταλάβαιναν οι άνθρωποι,  μα,  χωρίς να το ελέγχουν παραδίδονταν κι αυτοί στη χαρά και την ευφροσύνη .

    Μετά το προσκύνημα τους στο μοναστήρι , ένιωθαν ότι αφήνουν το πρόσωπο που τους αγαπάει περισσότερο από τον καθένα στον κόσμο.  Γι ‘ αυτό  λυπόταν  που έφευγαν.  Εκείνος τους κατευόδωνε και οι άνθρωποι έφευγαν με θάρρος , με παρηγοριά , με ελπίδα…

      Στην εξομολόγηση  ερχόταν  διστακτικοί, ντροπαλοί   κι  εκείνος γονάτιζε και άρχιζε με τρόπο να λέει  τις πτώσεις τους, τους πειρασμούς,  τις αμαρτίες  και τους λογισμούς τους… Ύστερα με αγάπη και  στοργική  αυστηρότητα συνιστούσε τα πρέποντα πνευματικά φάρμακα.

     Το λένε πολλοί ακόμη και μοναχοί : «Εγώ στην εξομολόγηση δεν του είπα τίποτα. Ο γέροντας τα έλεγε κι εγώ κούναγα κάθε φορά το κεφάλι μου». Κι ενώ δεν είχε πάει ούτε στην πρώτη Γυμνασίου και αγνοούσε ψυχολογία και παιδαγωγική, προσαρμοζόταν εύκολα στο επίπεδο του συζητητή και του εξομολογούμενου. Ο γεωργός τον ένιωθε δικό του, το ίδιο κι ο υπάλληλος. Επίσης ο καθηγητής Πανεπιστημίου και ο αεροπαγίτης όχι μόνο δεν είχε δυσκολία μαζί του,  αλλά  τον ένιωθε   στο επίπεδό  του. Δεν υπήρξε καθόλου τυχαίο ότι πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίου και ανώτατοι δικαστικοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν ενώπιον του. Το ίδιο και πάμπολλοι κληρικοί , εξομολόγοι κι οι ίδιοι, Επίσκοποι και Πατριάρχης σκύψανε και εξομολογήθηκαν  φεύγοντας αναπαυμένοι, παρηγορημένοι , με νέο κουράγιο για πνευματικό αγώνα!

   Όσο περνούσαν τα χρόνια οι προσκυνητές γινόταν όλο και περισσότεροι, γιατί όλοι ήθελαν να τον ακούσουν και να εξομολογηθούν. Η εξομολόγηση που για τον πνευματικό είναι ιερή διακονία και  εξουθενωτική, τραβούσε πολλές φορές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αρνηθεί σε χριστιανό εξομολόγηση. Επειδή όμως και η υγεία του είχε επιδεινωθεί πολύ, οι πατέρες της Μονής, με εντολή του γιατρού και από αγάπη στο Γέροντα, τον πέρνανε πολλές φορές από τον κόσμο ή απομακρύνανε τους πολλούς που ζητούσαν εξομολόγηση.  Ο Γέροντας θύμωνε και διαμαρτυρόταν:

  -Είναι πονεμένοι άνθρωποι, βασανισμένοι … δεν είσαι πνευματικός και δεν ξέρεις…

Παρ’ όλο  που τα πόδια του ήταν συνεχώς μελανιασμένα  και πρησμένα από την κακή κυκλοφορία  και  έπρεπε  να περπατάει , δεν του ‘μενε  χρόνος  από την προσευχή και την εξομολόγηση…

      Ο Γέροντας  είχε τόση λαχτάρα  να βλέπει τους ανθρώπους να προσέρχονται στην εξομολόγηση  και στη  Θεία Ευχαριστία, που δεν υπολόγιζε τον κόπο και τις θυσίες… Ακόμη και  τον τελευταίο μήνα της ζωής του, που οι γιατροί ρητά του απαγόρευσαν να εξομολογεί, ούτε στην ακολουθία να κατεβαίνει… Μόλις οι πόνοι γινόταν  κάπως υποφερτοί  άρχιζε και πάλι την  εξομολόγηση …

Ο Γέρων Ιάκωβος ως λειτουργός

    Ο Γέροντας Ιάκωβος, από μικρός ένιωθε ότι ήταν απόγονος  αγιασμένων ανδρών, αφού άκουγε από τη μητέρα του ότι καταγόταν από  “εφτά γενεές ιερέων”.

      Η  μητέρα  του Θεοδώρα  ζούσε ως ασκήτρια. Είχε τόση αρετή  η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε το θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει. Μεγάλωσε λοιπόν σε ένα περιβάλλον  αρωματισμένο  από το άρωμα της  ευλάβειας,  της προσευχής  και της λατρείας του Θεού. Επόμενο ήταν  να σέβεται την ιεροσύνη, να την τρέμει αλλά και να τη λαχταρά.

    Σ’ αυτό συντέλεσε και η εύνοια και η προστασία της Αγίας Παρασκευής. Ας ακούσουμε τον ίδιο να διηγείται:

      “Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν  στο σπίτι, έβγαινα κρυφά και πήγαινα σε ένα εξωκκλήσι του χωριού, για να προσευχηθώ στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανα  πολλές μετάνοιες, όπως μου έμαθε η μητέρα μου, και προσευχόμουν για ώρες πολλές. Μετά γύριζα  στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα.

        Ένα βράδυ εκεί στο ξωκκλήσι, που γονατιστός  προσευχόμουν, είδα μια σκιά μέσα στο ιερό.  Φοβήθηκα  και το πρωί το είπα  στη μάνα μου. Μου λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι και το φεγγάρι του κάνει σκιά.

       Το βράδυ πήγα  πάλι  στο ξωκκλήσι για τον κανόνα μου. Όταν τέλειωσα και  έβγαινα από το ταπεινό ξωκκλήσι, είδα κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή,  μαυροφορεμένη γυναίκα να μου κάνει νόημα να την πλησιάσω.

       Πήγα  κοντά της  και  με  ρωτά:

       «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές  που κάνεις στο σπίτι μου;»

       «Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;»

    «Εγώ είμαι η αγία Παρασκευή και ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω».

     «Εγώ είμαι μικρός και δεν ξέρω τι θέλω, θα ρωτήσω όμως τη μάνα μου και ό,τι μου πει θα στο ζητήσω.»

      Το πρωί λέει στην ευλογημένη μάνα: «Μάνα, ψες έξω από το ξωκκλήσι είδα την αγία Παρασκευή και μου είπε, ό,τι της ζητήσω θα μου το δώσει. Τι να της ζητήσω, μάνα;»

          Άνοιξε τότε η μάνα,  η Δωρούλα,  τα δυο της χέρια διάπλατα, σαν να ’θελε να χωρέσουν όλο τον ουρανό, και έκραξε με  φωνή μεγάλη: «Την τύχη μου, αγία Παρασκευή, να μου δώσεις, την τύχη μου.»

     Την επομένη ο  μικρός Ιάκωβος  επανέλαβε, σαν  γνήσιος  υποτακτικός, τα λόγια της  μητέρας  του στην Αγία. Η αγία Παρασκευή,  στην απλοϊκή απάντηση  της  μάνας Θεοδώρας απάντησε προφητικά: «Θα σου δώσω  εγώ τύχη, να  τη  ζηλέψουν  πολλοί.»

         Έλεγε αργότερα  ο  Γέροντας: «Και  μήπως  ψέματα  μου είπε  η  αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη  μου έδωκε;  Με έκαμε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!»

       Οι ένδοξοι της γης μπροστά  του  ταπεινώθηκαν, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου, όταν συναντήθηκαν σε νοσοκομείο των Αθηνών.

   Πατριάρχες και αρχιερείς εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις  άγιες ευχές του. Ο  νυν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως  Βαρθολομαίος τον επισκέφθηκε. Ο Αλεξανδρείας Νικόλαος επίσης.

      Ο ταπεινός  Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στο χτίσιμο, ήταν γεμάτος θεϊκές  δυνάμεις  τις  οποίες  διέθετε,  όπως και  τον εαυτό του,  για να βοηθάει  τους συνανθρώπους του.

   Την παραμονή της χειροτονίας  του, τον κάλεσε  ο Μητροπολίτης  Χαλκίδας και  του εξήγησε: << Έλα, παιδί μου Ιάκωβε. Εσύ δεν ξέρεις πολλά γράμματα, είσαι όμως ευσεβής, γι’ αυτό θα σε χειροτονήσω…

       Τον χειροτόνησε διάκονο και την άλλη  μέρα του έδωσε και την ιεροσύνη. Μετά την απόλυση  μοίρασε το αντίδωρο.  Πρώτη πήρε  αντίδωρο από το χέρι του η αδερφή του Αναστασία, όπως το είχε πει πεθαίνοντας η μητέρα τους

      Θυμόταν και  διηγιόταν με  ιδιαίτερα  παραστατικό τρόπο  πώς  ζούσε  σαν παιδί  τη θεία Λειτουργία:

     «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα, που οι ψάλτες έψαλλαν, ‘‘Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες’’, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω από την Αγία Τράπεζα.  Νόμιζα ότι  ο παπάς δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δυο κόκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα, και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί.»

      Έτσι έβλεπαν την ιεροσύνη τα παιδικά μάτια της ψυχής του, και έτσι  είναι  στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα. Έβλεπε τον παπά, σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί  με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Από μικρός απόκτησε χερουβικούς οφθαλμούς, να θεωρεί τα επουράνια μυστήρια.

    Από μικρός  ένιωσε  ότι τίποτε υψηλότερο, τίποτε αγιότερο, τίποτε γλυκύτερο, τίποτε φοβερότερο από τη θεία Λειτουργία!  Και  διακόνησε με απόλυτη αφοσίωση το Θεό στην ύψιστη μορφή διακονίας,  ως λειτουργός.

      Έλεγε ένα πνευματικό του  παιδί:

  “Ο γέρο-Ιάκωβος  πριν την ακολουθία,  ήταν  απλός και  χαριέστατος  με ένα λεπτό χιούμορ.

     Μέσα στον ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος, «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφείμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, ήταν  μεγαλοπρεπής  μέσα  στην  απλότητά  του και γεμάτος ιεροπρέπεια  αλλά και  συστολή”.

     Προσωπικά   είχα  τη  μεγάλη  ευλογία  να  γνωρίσω  από  κοντά  το  Γέροντα   και  να  έχω,  παρά  την αναξιότητά  μου, μια μικρή εμπειρία…

   Τον καιρό που με δέος έκανα τα πρώτα, δειλά  βήματα  στο δρόμο της Ιεροσύνης   μου, επισκέφτηκα   το Μοναστήρι του  Οσίου Δαβίδ.

    Γνώρισα από κοντά έναν Άγιο!  Γνώρισα έστω και  για λίγο   ποια  θαυμαστή  ζωή χαρίζει ο  Χριστός  σε όσους αφιερώνουν  όλη  τη ζωή τους σ’ Αυτόν  και σηκώνουν με υπομονή το σταυρό των θλίψεων  και γίνονται Φως και στήριγμα για το λαό Του.

     Γεμάτος γλυκύτητα. Τα λόγια του γεμάτα θείο φωτισμό και χάρη, ηχούν ακόμα στα αυτιά μου… Δεν κήρυττε με  την έννοια του ιεροκήρυκα, αλλά αποτελούσε ο ίδιος ζωντανό κήρυγμα. Αρκούσε να τον έβλεπες για να ωφεληθείς. Απλά να τον κοιτάζεις…

       Αξιώθηκα   να   λειτουργήσω  μαζί  του.  Η καλύτερη εμπειρία της  ζωής μου … Φάνταζε άυλος, έλαμπε ολόκληρος, σκυμμένος μπροστά στην Αγία Τράπεζα !

    Οι ευχές της Λειτουργίας, τα λόγια του Ευαγγελίου  λες και προφερόμενα από τα χείλη του είχαν άλλη απήχηση, μιλούσαν κατευθείαν στις  καρδιές … Ήταν σαν   μικρό παιδί.

Γεμάτος απλότητα και ειλικρινή αγάπη. Με τίμησε,  παρ’ όλο  το νεαρό της ηλικίας μου και μου έδωσε το προβάδισμα στις εκφωνήσεις… Τι να πω!  Δε  χόρταινα να τον βλέπω …

   Και σαν επιστέγασμα  όλων αυτών,  ήρθαν οι θαυμαστές προρρήσεις  και   οι φωτισμένες απαντήσεις του σε κάποιες απορίες μου…

    Εκτός του ότι   με  επηρέασαν τα λόγια του   στη μετέπειτα  Ιερατική ζωή μου, μου άφησαν ανεξίτηλα  χαραγμένη στη  μνήμη μου την Άγια  μορφή  Του…

     Στη μνημόνευση  και στην προσευχή για τους κεκοιμημένους  ήταν πολύ σχολαστικός. Μνημόνευε πάρα πολλούς. Λησμόνησε κάποια φορά να μνημονεύσει τη μητέρα του και  του εμφανίστηκε με παράπονο:

      Ιακωβάκι μου, σ’ όλους έδωσες τα δώρα τους, εμένα σήμερα δε μου έδωσες!

Είχε το  χάρισμα,  στην προσκομιδή   να βλέπει  πολλές φορές  την πνευματική κατάσταση των  ψυχών  που μνημόνευε. Πόση θλίψη είχε, όταν έβλεπε ότι δεν ήταν σε καλή  πνευματική κατάσταση …

       Κάποτε παρακάλεσε το Θεό να του δείξει τον τόπο που πήγε ο μοναχός  Άνθιμος μετά το θάνατό του. Ο  Άνθιμος ήταν αυτός που  τόσο τον ταλαιπώρησε  ψυχικά, τον αδίκησε και τόσο πόλεμο του έκανε με τη συνεργία του πονηρού, ιδίως τα πρώτα χρόνια στο  μοναστήρι.

      Τον είδε, λοιπόν μια νύχτα σε ένα  άθλιο, σκοτεινό   υπόγειο  και  πολύ θλιμμένο. Τον χαιρέτισε  και  ο  Άνθιμος  του είπε:

       -Εδώ   είμαι … όταν με μνημονεύεις  περνάει  μια  ηλιαχτίδα  και κάτι βλέπω.

   Επίσης, στην Προσκομιδή, όταν κάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς,  την ώρα  που έθεταν τον αστερίσκο επάνω στον  αμνό, έβλεπε  ένα φωτεινό  αστέρι  επάνω  στο κεφάλι του  λειτουργού  ιερέως.

      Αν στην προσκομιδή ο  Θεός  του  φανέρωνε  μυστήρια, πόσο  μάλλον κατά τη  διάρκεια   της  θείας Λειτουργίας…

     Τις περισσότερες  φορές,   παρ’ όλο   τον  κόπο  της ημέρας,   δεν  κοιμόταν  καθόλου  το βράδυ  που  ήταν να λειτουργήσει,   αφού αγρυπνούσε προσευχόμενος,   ιδίως όταν  είχε πολλούς  πειρασμούς  ή  για να τιμήσει τον όσιο  Δαβίδ.

    Και το πρωί   λησμονούσε  τη φοβερή του κόπωση  ή ιδίως αργότερα  τις σωματικές ασθένειες  και  γινόταν  όλος  πνεύμα.

      Μιλούσε με τους Αγίους, γύρω του  φτερούγιζαν  άγγελοι,   τον άγγιζαν με τα φτερά τους, έβλεπε  την ολόφωτη,  νεανική  τους  μορφή,  γέμιζε ουράνια αγαλλίαση …

      Την ώρα του Χερουβικού  και μάλιστα της Αναφοράς  έλαμπε και ακτινοβολούσε καθαρότητα  αλλά  και  μεγαλοπρέπεια,  όπως είπαμε.

     Το πρόσωπό  του γινότανε φως.  Ένας μοναχός με αφέλεια τον ρώτησε  ” πώς   γίνεται  αυτό”; Και ο Γέροντας είπε με ταπεινή  αγαλλίαση:

     Αυτά είναι   του Θεού πράγματα.  Είδες, πάτερ μου, τι ευτυχία έχουμε εμείς οι  μοναχοί και ιδιαίτερα  οι κληρικοί;

Όμως,  μην  πεις  τίποτα …  Όταν πεθάνω,  καμιά φορά,  θα πεις  ότι “κάποιος   γέροντας  μου   είπε  ότι  λειτουργούσε τις  νύχτες,  ότι συλλειτουργούσε με την Αγία Τριάδα  καθημερινώς”.

     Συχνά  τον  έλουζαν    δάκρυα  χαράς  και   ευγνωμοσύνης  προς το Θεό.  Οι μοναχοί  τον ρωτούσαν:

     -Τι έχεις, Γέροντα, πονάς;

  -Όχι,  παιδί μου, αλλά βρισκόμουν  και συλλειτουργούσα με αγίους και  αγγέλους… Σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται…   Άγγελοι  και  Αρχάγγελοι,  παιδί μου,  κρατούν  το  Σώμα  του  Κυρίου.

    Οι άνθρωποι,  παιδί μου,  έλεγε σε  άλλο   πνευματικό  του  παιδί  είναι  τυφλοί και  δεν βλέπουν το τι γίνεται μέσα στο ναό στη Θεία Λειτουργία. Μια φορά λειτουργούσα και δε μπορούσα  να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα.

     Ο ψάλτης συνεχώς επαναλάμβανε: «ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι», οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση.

   Νόμισα ότι ήταν ο ψάλτης και είπα: «Ο ευλογημένος! Τόση ασέβεια! Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει! Γυρίζω και βλέπω μια τεράστια φτερούγα που την είχε περάσει ο Αρχάγγελος από τον ώμο μου και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη Είσοδο>>.

Άλλοτε  είπε:

   Τι γίνεται μέσα στο Ιερό κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας…

     Μερικές φορές δε μπορώ  ν΄ αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα, οπότε ορισμένοι  συλλειτουργοί νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία μου, αλλά δεν ξέρουν τι βλέπω και τι ακούω.

   Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι Άγγελοι! Μόλις ο Ιερέας πει το «Διευχών»,   φεύγουν οι Ουράνιες Δυνάμεις και μέσα στο Ιερό έχουμε απόλυτη ησυχία…>>

   Στις 9 Νοεμβρίου του 1989, που λειτούργησε ο Γέροντας στο παρεκκλήσι του Αγίου Νεκταρίου, η λειτουργία ήταν ξεχωριστή. Όλοι  ένιωθαν ανέκφραστη  αγαλλίαση. Κι έδωσε ο ίδιος την εξήγηση.

     Προς το τέλος, παιδιά μου, της Δοξολογίας  είδα -με συγχωρείτε- τον Άγιο  Νεκτάριο! Ήταν χαρούμενος κι έψελνε  κι εκείνος μαζί μας “Άγιος  ο Θεός”… έπειτα, εγώ, καταλαβαίνετε πώς συνέχισα τη Θεία  Λειτουργία …!

    Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα που τον αξίωσε ο Θεός να ζήσει   συνέβη  το πρωί της 22ας Νοεμβρίου του 1975. Συγκλονισμένος το κατέγραψε:

     “Την 22αν  Νοεμβρίου  ημέραν Σάββατο το πρωί εις την αγίαν  Προσκομιδή  μετά την μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα άγια Δώρα, είδα ζωντανή  και εν  αγιότητι, ομολογώ,  1 κομμάτι αίμα στεγνό, το άγγιξα,  και στο δάκτυλό μου, απάνω έμεινε αίμα. Φωνάζοντας τον αδελφό της Ι. Μονής Μοναχό π. Σεραφείμ,  είπα  την  υπόθεσιν και  μου είπε εμείς πάτερ δεν  βλέπωμεν, αλλά είδες τι είναι;

      Και εγώ του απάντησα ότι  πιστεύω  και  προσκυνώ  ότι  είναι  ο ίδιος  ο Θεός  παρών.

     “Κύριε ελέησον” τρις, είπα.

     Η αγάπη του για τον Κύριο απέραντη, η  άσκησή του υπέρμετρη, μα  και οι δωρεές του Θεού υπέρμετρες!

Έτσι μπορούσε  να βλέπει  τον πνευματικό, ουράνιο  κόσμο και όσα οι κοινοί άνθρωποι δε βλέπουν.

     Μετά τη θεία Κοινωνία,  έβλεπε  άλλους πιστούς  ιλαρούς,  να λάμπουν  σαν τον ήλιο και άλλους  να είναι σκοτεινοί  και αποτρόπαιοι.

       Συχνά  έψαλλε  συνεπαρμένος.  Ξεχείλιζε χαρά και ιλαρότητα. Η θεία   φωνή  του  γέμιζε το ναό, εξαίσια  μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί.

     Ο Γέροντας  μετέχοντας με  τέτοια  ευλάβεια και  θέρμη  στη λειτουργική ζωή,  επόμενο  ήταν   να ζει   έντονα   τα θεία γεγονότα:

    Το  Πάσχα  πήγαινε στο κοιμητήριο  της  μονής  και  έλεγε, «Χριστός Ανέστη» στους  κεκοιμημένους  πατέρες.

 Φυσικά  όλες οι μέρες  του ήταν Διακαινήσιμες  γιατί  ζούσε την πασχαλινή χαρά.

   Τα  Χριστούγεννα  η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη  της ημέρας  μέσα στο γειτονικό δάσος.

«Χριστός γεννάται  δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…           Άσατε τω  Κυρίω  πάσα η γη…»  έψαλλε με τα χέρια υψωμένα στον  ουρανό ανάμεσα στα γέρικα  πλατάνια, ενώ  σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω  του και υμνούσε τον τεχθέντα  Βασιλέα.  Αγαπούσε πολύ τα πουλάκια  και μιλούσε  σ’ αυτά:

     Καλά μου πουλάκια,  κι εσείς δοξολογείτε το Θεό, εμείς  μόνο  δε  τον δοξάζουμε! Τον συγκινούσε  πολύ η  άγια  γιορτή των Χριστουγέννων.  Γιατί  η καρδιά του ήταν σαν του παιδιού, ταπεινή και αγνή. Καθώς και οι μορφές  των Ποιμένων   και των Μάγων . Άλλωστε με τους  Μάγους  είχε κάτι κοινό:  Στις ολονύχτιες προσευχές του  στο  μακρινό Ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ,   που ήταν στο δάσος, φωτεινό αστέρι τον οδηγούσε για να μη χάσει το  δρόμο μέσα στη νύχτα. Έλεγε:

     Από τα πολλά άστρα του ουρανού, ο Καλός Θεός μου έδωσε  και μένα  ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά  και μου  έφεγγε το δρόμο. Έτσι έφτανα στο  Ασκητήριο. Εκεί έκανα την προσευχή μου.  Και πάλι μπροστά ο αστέρας μου φέγγει το δρόμο  μέχρι την πόρτα της Μονής…

   Τις καταβασίες  των Χριστουγέννων  έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το  έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον  ουρανό και να υμνεί αιώνια μαζί με τους αγγέλους  τον Κύριο …

    Έχουν  περάσει 26 χρόνια, από  την ημέρα  που ο “αγράμματος”  και πολυβασανισμένος π. Ιάκωβος αναπαύτηκε στην  αγκαλιά  του Θεού Πατέρα.  Όμως,  δεν άφησε τους ανθρώπους. Τους ενισχύει, τους παρηγορεί, τους θεραπεύει, τους νουθετεί, όχι όπως όταν ζούσε,  πηγαίνοντας τα αιτήματά τους στον Όσιο Δαβίδ, αλλά κατ’ ευθείαν στο  Θεό. Ας Τον παρακαλέσουμε  με πίστη, ας  καταθέσουμε κι εμείς τα αιτήματά μας, για μας και τα παιδιά μας, ας του ζητήσουμε την <<τύχη μας>> (όπως  ο ίδιος ζήτησε τη δική του από την αγία Παρασκευή).

    Και ο ευαίσθητος και πονετικός και χαριτωμένος πατήρ Ιάκωβος  θα  έρθει δίπλα μας  και θα νιώσουμε την εγγύτητά  Του και τη βοήθειά Του.

jh